- ἐπαναίρουσαι
- ἐπαναίρωlift uppres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναίρω — (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω («ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλάς», Ξεν.) 2. μέσ. υψώνω πάνω, σηκώνω ψηλά (κυρίως για να χτυπήσω). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αίρω «σηκώνω ψηλά»] … Dictionary of Greek